- Συρακόσιος
- -α, -ο / Συρακόσιος, -ία, -ον, ΝΜΑβλ. Συρακουσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Συρακόσιος — Συρᾱκόσιος , Συρακόσιος a Syracusan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίων — Συρακόσιος a Syracusan fem gen pl (ionic) Συρακόσιος a Syracusan masc/neut gen pl (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan fem gen pl Συρηκόσιος a Syracusan masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκόσιον — Συρακόσιος a Syracusan masc acc sg (ionic) Συρακόσιος a Syracusan neut nom/voc/acc sg (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc acc sg Συρηκόσιος a Syracusan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίης — Συρακόσιος a Syracusan fem gen sg (epic ionic) Συρηκόσιος a Syracusan fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίοις — Συρακόσιος a Syracusan masc/neut dat pl (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίοισι — Συρακόσιος a Syracusan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Συρηκόσιος a Syracusan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκοσίους — Συρακόσιος a Syracusan masc acc pl (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκόσιοι — Συρακόσιος a Syracusan masc nom/voc pl (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρηκόσιος — Συρακόσιος a Syracusan masc nom sg (ionic) Συρηκόσιος a Syracusan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συρακούσιος — και Συρακόσιος, α, ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, ία, ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, ία, ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α [Συράκουσαι / Συράκοσαι] 1. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek